τρίκλωστος

From LSJ
Revision as of 08:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκλωστος Medium diacritics: τρίκλωστος Low diacritics: τρίκλωστος Capitals: ΤΡΙΚΛΩΣΤΟΣ
Transliteration A: tríklōstos Transliteration B: triklōstos Transliteration C: triklostos Beta Code: tri/klwstos

English (LSJ)

ον,

   A thricespun, three-twisted, of a line, AP6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1143] dreimal gesponnen, dreidrähtig, Antp. Sid. 17 (VI, 109).

Greek (Liddell-Scott)

τρίκλωστος: -ον, ὁ τρὶς κλωσθεὶς ἢ ὁ ἐκ τριῶν κλωστῶν ἀποτελούμενος, Ἀνθ. Π. 6. 109.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
filé trois fois ; à triple fil.
Étymologie: τρίς, κλώθω.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίκλωστος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει κλωστεί τρεις φορές ή που αποτελείται από τρεις κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κλωστός (< κλώθω)].

Greek Monotonic

τρίκλωστος: -ον, αυτός που έχει κλωστεί τρεις φορές, που αποτελείται από τρεις κλωστές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρίκλωστος: спряденный (свитой) из трех нитей, тройной Anth.