ψελιοφόρος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ον,
A wearing bracelets, Hdt.8.113.
German (Pape)
[Seite 1393] Armbänder tragend, Her. 8, 113, ion. statt ψελλιοφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ψελιοφόρος: -ον, ὁ φορῶν ψέλια, Ἡρόδ. 8. 113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des bracelets.
Étymologie: ψέλιον, φέρω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φορεί ψέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέλιον + -φόρος].
Greek Monotonic
ψελιοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φορά βραχιόλια, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ψελιοφόρος: носящий запястья или браслеты (Πέρσαι ἄνδρες Her.).