συναπόδημος

From LSJ
Revision as of 09:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

German (Pape)

[Seite 1002] mit, zugleich abwesend, Arist. pol. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de voyage en pays étranger.
Étymologie: σύν, ἀπόδημος.

Greek Monolingual

ὁ, Α ἀπόδημος
1. ακόλουθος αυτοκράτορα
2. στον πληθ. οἱ συναπόδημοι
αυτοί που αποδημούν μαζί, οι από κοινού απόδημοι.

Greek Monolingual

ὁ, Α ἀπόδημος
1. ακόλουθος αυτοκράτορα
2. στον πληθ. οἱ συναπόδημοι
αυτοί που αποδημούν μαζί, οι από κοινού απόδημοι.

Russian (Dvoretsky)

συναπόδημος: ὁ находящийся (вместе с кем-л.) за границей Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναπόδημος -ου, ὁ [σύν, ἀπόδημος] reisgenoot.