συκόμορον

From LSJ
Revision as of 19:26, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκόμορον Medium diacritics: συκόμορον Low diacritics: συκόμορον Capitals: ΣΥΚΟΜΟΡΟΝ
Transliteration A: sykómoron Transliteration B: sykomoron Transliteration C: sykomoron Beta Code: suko/moron

English (LSJ)

τό,

   A fruit of the συκόμορος, Str.17.2.4, Dsc.1.127, Gal.6.617, Ath.2.51b: also the tree, Dsc. l.c.

German (Pape)

[Seite 973] τό, die Frucht des συκόμορος, Maulbeerfeige, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκόμορον: τό, ὁ καρπὸς τῆς συκομόρου, Στράβ. 823, Διοκ. 1. 181, Ἀθήν. 51Β.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fruit du sycomore.
Étymologie: συκόμορος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. συκόμουρο.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. συκόμουρο.

Greek Monotonic

σῡκόμορον: τό, καρπός του δέντρου συκόμορος, σε Στράβ.