σύζωμα
From LSJ
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
English (LSJ)
ατος, τό,
A girdle, A.Supp.462 (pl.).
German (Pape)
[Seite 972] τό, Zusammengürtung, Gurt, Aesch. Suppl. 457.
Greek (Liddell-Scott)
σύζωμα: τό, ζώνη, Αἰσχύλ. Ἱκ. 462.
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α συζώννυμι
ζώνη, ζωστήρας.
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α συζώννυμι
ζώνη, ζωστήρας.
Russian (Dvoretsky)
σύζωμα: ατος τό пояс Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύζωμα -ατος, τό [συζώννυμι] gordel, riem, ceintuur.