συνεπιθωΰσσω

From LSJ
Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιθωΰσσω Medium diacritics: συνεπιθωΰσσω Low diacritics: συνεπιθωΰσσω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΘΩΫΣΣΩ
Transliteration A: synepithōÿ́ssō Transliteration B: synepithōussō Transliteration C: synepithoysso Beta Code: sunepiqwu/+ssw

English (LSJ)

   A halloo so as to cheer on together, Plu.2.757d.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιθωΰσσω: διὰ φωνῶν συμπαρορμῶ, θηρεύουσιν ἀγρότερός τις συνεπιθωΰσσει καὶ συνεξορμᾷ θεὸς Πλούτ. 2. 757D.

French (Bailly abrégé)

exciter par ses cris.
Étymologie: σύν, ἐπιθωΰσσω.

Greek Monolingual

Α
παρορμώ, παροτρύνω με φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθωΰσσω «φωνάζω, παροτρύνω»].

Greek Monolingual

Α
παρορμώ, παροτρύνω με φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθωΰσσω «φωνάζω, παροτρύνω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεπιθωΰσσω: одновременно скликать, призывать (δορκάδας καὶ λαγωούς Plut.).