δοχμός

Revision as of 18:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

όν (Delph. ά, όν, v. infr.),

   A = δόχμιος 1, δοχμὼ ἀΐσσοντε rushing on slantwise, Il.12.148; δοχμοὶ μῆτραι lying obliquely, Hp.Mul. 2.141; δ. ἀπὸ προβολῆς κλινθείς Theoc.22.120; δ. ἀνακρούων θηρὸς πάτον Nic.Th.479; ἁ ὁδὸς ἁ δοχμά the cross-road, Klio 16.170 (Delph., ii B. C.).    II = δόχμιος 11, συζυγία Sch.Ar.Ach.283.

German (Pape)

[Seite 663] = δόχμιος; Homer einmal, Iliad. 12, 148 δοχμὼ ἀίσσοντε, von der Seite her anstürmend, s. über den Accent Scholl. Herodian. u. vgl. δόχμιος u. ἀποδοχμόω; – Hippocr. u. Sp., wie Opp. H. 2, 353; Nic. Th. 478; δοχμά, adv., 294.

Greek (Liddell-Scott)

δοχμός: -όν, = δόχμιος, δοχμὼ ἀΐσσοντε, ὁρμῶντες πλαγίως, Ἰλ. Μ. 148· δοχμοὶ μῆτραι, κείμεναι πλαγίως, Ἱππ. 655. 19· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Νίκ. Θ. 479.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
qui est ou vient de côté, oblique.
Étymologie: DELG étym. peu claire.

Spanish (DGE)

-όν
1 oblicuo, transversal de pers. y anim. en uso pred. oblicuo, de costado c. verb. de mov. δοχμώ τ' ἀΐσσοντε de jabalíes corriendo ambos en sentido oblicuo, Il.12.148, δ. ἀπὸ προβολῆς κλινθείς Amico en el combate con Polideuces descuidando la guardia con un movimiento oblicuo Theoc.22.120, δ. ἀνακρούων θηρὸς πάτον Nic.Th.479, δ. ὑποστάς colocándose firme de lado ante la embestida de una fiera, Opp.H.2.353
neutr. como adv. δοχμὸν ἐλαύνων de la dirección de un camino, Opp.C.1.485
medic., ref. la matriz desviada Hp.Mul.2.141.
2 métr. docmiaco συζυγία Sch.Ar.Ach.284a.

• Etimología: Si se rel. c. ai. jihmá- ‘oblicuo’, hay que aceptar: a) que δοχμός < *δαχμός < *dHkh-m- por asim., y b) que en ai. *dHkh-m- > *dižhm- > *žižhm- por asim.

Greek Monolingual

δοχμός, -όν και -ός, -ή, -όν (Α)
ο δόχμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος επικός ιωνικός τύπος που αντιστοιχεί προς τον αρχ. ινδ. jihma- «επικλινής, λοξός», παρ' όλο που υπάρχουν φωνολογικές δυσκολίες για τις οποίες έχουν διατυπωθεί δύο υποθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη το ελληνικό -ο- ή αποτελεί την ασθενή βαθμίδα του αρχ. ινδ. -i- ή προήλθε με αφομοίωση από το δαχ-μός. Σύμφωνα με τη δεύτερη το -j- που υπάρχει στον αρχ. ινδ. τύπο jihma- προήλθε από -d- με αφομοίωση.
ΠΑΡ. αρχ. δοχμή και δόχμη, δόχμιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. δοχμόλοφος.

Greek Monotonic

δοχμός: -όν, πλάγιος, λοξός, Λατ. obliquus, δοχμὼ ἀΐσσοντε, ορμώντας πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

δοχμός: наклонный, склонившийся: δοχμὼ ἀΐσσοντε Hom. (оба) отпрянув в сторону; δ. κλινθείς Theocr. наклонившись набок.