κιάθω
From LSJ
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
lengthd. for κίω, only in compd. μετακιάθω (exc.
A ἐκίαθεν Hsch.); cf. κίατο. κιανθείς· ἑταίρα κιανγάλη (λίαν καλή Mein.), Hsch. κιάντωρ· κιναιδῶς, Id. κίασθαι· κεῖσθαι, and κίατο· ἐκινεῖτο, Id. κίβαλος· διάκονος, Id. κίββα· πήρα (Aetol.), Id.
German (Pape)
[Seite 1436] = κίω, VLL.), s. μετακιάθω.
Greek (Liddell-Scott)
κιάθω: ἐκτεταμ. ἐκ τοῦ κίω, γνωστὸν μόνον ἐκ τοῦ συνθέτου μετακιάθω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
c. κίω.
Greek Monolingual
κιάθω (Α)
(εκτετ. τ. του κίω)
μόνο σύνθ. με πρόθ. μετακιάθω, εκτός του «ἐκίαθεν
ἐπορεύετο» του Ησύχ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίω].