κολύβδαινα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, kind of
A crab, Epich.57.
German (Pape)
[Seite 1476] ἡ, eine Krebsart, Epicharm. bei Ath. III, 105 b.
Greek (Liddell-Scott)
κολύβδαινα: ἡ, εἶδος καρκίνου, Ἐπιχ. 27 Ahr.
Greek Monolingual
κολύβδαινα, ἡ (Α)
είδος καβουριού («ἀστακοὶ κολύβδαιναί τε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμβαινα κατά το μολύβδαινα.