κολύμβαινα
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ἡ, = κολύβδαινα, Archig. ap. Gal.13.174.
Greek Monolingual
κολύμβαινα, -αίνης, ἡ (Α)
κολύβδαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλυμβος + κατάλ. -αινα, που απαντά στις ονομ. πολλών ζώων (πρβλ. σκόρπαινα, φώκαινα)].