κόρυδος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

German (Pape)

[Seite 1487] ὁ, u. ἡ κορυδός, s. Schol. Ar. Av. 472, von κόρυς, Kuppen-, Haubenlerche; Ar. Av. 303. 472; Theocr. 8, 141; öfter in der Anth., z. B. Antiph. 3 (V, 307); Arist. H. A. 6, 1. 8, 16 u. öfter; vgl. über die verschiedenen Formen des Wortes Lob. zu Phryn. 338.

Greek Monolingual

κόρυδος και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α)
ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς «περικεφαλαία» με επίθημα -δο- (πρβλ. λύγ-δο-ς, ράβ-δο-ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της είναι η ονομ. του ελαφιού σε ορισμένες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. αρχ. σαξ. hiro-t, αρχ. άνω γερμ. hiru-z (< ΙE keru-d-). Με την προσθήκη του επιθήματος -αλ- (πρβλ. αγκ-άλ-η, ομφ-αλ-ός) προέκυψε ο τ. κορυδ-αλ-ός. Ο παρλλ. τ. κορυδαλλός οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό].