κύνδαλος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύνδᾰλος Medium diacritics: κύνδαλος Low diacritics: κύνδαλος Capitals: ΚΥΝΔΑΛΟΣ
Transliteration A: kýndalos Transliteration B: kyndalos Transliteration C: kyndalos Beta Code: ku/ndalos

English (LSJ)

ὁ,

   A wooden peg, Poll.10.188: pl. κύνδαλα Id.9.120.

German (Pape)

[Seite 1531] ὁ, Pflock, hölzerner Nagel, = πάτταλος, Poll. 10, 188.

Greek (Liddell-Scott)

κύνδᾰλος: ὁ, ξύλινος ἧλος, Πολυδ. Ι΄, 188· κύνδαλα, ὁ αὐτ. Θ΄, 120.

Greek Monolingual

και κίνδαλος, ο (Α κύνδαλος, πληθ. και τὰ κύνδαλα)
1. ξύλινος ή σιδερένιος πάσσαλος, παλούκι, με το οποίο φράζεται μια τρύπα ή συνδέονται δύο τμήματα ενός συνόλου
2. σφήνα, έμβολο, γόμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].