κύνδαλος
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
ὁ,
A wooden peg, Poll.10.188: pl. κύνδαλα Id.9.120.
German (Pape)
[Seite 1531] ὁ, Pflock, hölzerner Nagel, = πάτταλος, Poll. 10, 188.
Greek (Liddell-Scott)
κύνδᾰλος: ὁ, ξύλινος ἧλος, Πολυδ. Ι΄, 188· κύνδαλα, ὁ αὐτ. Θ΄, 120.
Greek Monolingual
και κίνδαλος, ο (Α κύνδαλος, πληθ. και τὰ κύνδαλα)
1. ξύλινος ή σιδερένιος πάσσαλος, παλούκι, με το οποίο φράζεται μια τρύπα ή συνδέονται δύο τμήματα ενός συνόλου
2. σφήνα, έμβολο, γόμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].