λάτρον

Revision as of 08:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τό,

   A pay, hire (λ.· ὁ μισθός, Suid., EM557.35), λάτρων ἄτερθεν without charge or payment, A. Supp.1011.

German (Pape)

[Seite 19] τό, Arbeitslohn, Sold, Aesch. Suppl. 989, wo λατρῶν accentuirt ist; Callim. frg. 238.

Greek (Liddell-Scott)

λάτρον: τό, πληρωμή, μισθός, λάτρων ἄτερθε, ἄνευ πληρωμῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1011· ― λάτρον ὁ μισθὸς Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 557. 35.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
salaire, rémunération.
Étymologie: DELG ?

Greek Monolingual

λάτρον, τὸ (Α)
μισθός εργασίας, πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λάτρον εμφανίζει επίθημα -τρον (πρβλ. σήμαν-τρον). Η σύνδεση με γερμαν. βαλτοσλαβ. και ινδοϊρανικές λ. (πρβλ. γοτθ. le?) «γαιοκτησία», αρχ. σλαβ. lětb, ρωσ. letb «επιτρέπεται, είναι ελεύθερο», λιθουαν. lieta «όφελος, συμφέρον», αρχ. ινδ. rāti, αβεστ. rāiti- «δίνω πρόθυμα, γενναιοδωρία») προσκρούει σε σημασιολογικές και μορφολογικές δυσχέρειες].

Greek Monotonic

λάτρον: τό, πληρωμή, μισθός, σε Αισχύλ., στον πληθ.

Russian (Dvoretsky)

λάτρον: τό плата за службу, (вообще) вознаграждение, плата: λάτρων ἄτερθεν Aesch. безвозмездно.