μάτιον
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
τό, Egyptian measure of capacity, Arch.Pap.5.178 No.32, Ostr.296 (ii A.D.), al., PTeb.314.18 (ii A.D.), PLond.5.1906 (vi A.D.), prob. in PAmh.2.130.5 (i A.D.); hence ματιαῖον
A μέτρον Sammelb. 4683.6.
German (Pape)
[Seite 101] τό, ein kleines Maaß, nach Schol. Ar. Nub. 451.
French (Bailly abrégé)
1ου (τό) :
broutille, bagatelle, vétille.
Étymologie: DELG - μάτη ?
2ου (τό) :
mesure de capacité en Égypte (pap. 2ᵉ-3ᵉ siècles).
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
μάτιον, τὸ (ΑM, Μ και μάττιν και μάτιν)
αιγυπτιακό μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αιγυπτιακής προέλευσης].