μαγύδαρις

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαγύδαρις Medium diacritics: μαγύδαρις Low diacritics: μαγύδαρις Capitals: ΜΑΓΥΔΑΡΙΣ
Transliteration A: magýdaris Transliteration B: magydaris Transliteration C: magydaris Beta Code: magu/daris

English (LSJ)

ἡ,

   A inflorescence of the σίλφιον, Thphr.HP6.3.4; also its seed (or root), Dsc.3.80; also its sap, Hsch.    II another plant, distinct from σίλφιον, Prangos ferulacea, Thphr.HP1.6.12, 6.3.7, Dsc. l.c., Gp.2.35.9 (μαγοδ- codd.). [m[acaron]gūd[acaron]r[icaron]s Plaut.Rud.633.]

Greek (Liddell-Scott)

μαγύδαρις: ἡ, ὁ σπόρος τοῦ σιλφίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 4· καὶ ἡ ῥίζα αὐτοῦ, Διοσκ. 3. 94. ΙΙ. ἕτερον φυτὸν διάφορον τοῦ σιλφίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 12. [μᾰγῡδᾰρῐς, Plaut. Rud. 3. 2, 19.] - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγύδαρις· ὀπὸς σιλφίου. οἱ δὲ ἕτερον τοῦ σιλφίου εἶναι μανότερον».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 racine et graine du laserpitium (σίλφιον);
2 plante inconnue.
Étymologie: DELG emprunt prob. à la Libye, ou pê à la Syrie.

Greek Monolingual

η (AM μαγύδαρις)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών της οικογένειας τών σκιαδοφόρων, με δύο είδη, της Ισπανίας, της Σικελίας και της ΒΔ. Αφρικής
μσν.-αρχ.
το φυτό πράγκος ο νομευτικός
αρχ.
ο καρπός, η ρίζα ή ο χυμός του σιλφίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λιβυκό ή συριακό δάνειο].