ὀγκάομαι
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
A bray, of the ass, Theopomp.Com.4, Arist.HA609a33, Call.Aet.Oxy.2079.31, Luc.DMar.1.4.
German (Pape)
[Seite 290] brüllen, schreien, bes. vom Esel, nach Moeris hellenistisch für βρωμάομαι; Theop. com. bei Schol. Ar. Plut. 179; Arist. H. A. 9, 1; Luc. Pisc. 32 D. Mar. 1, 4. – Im E. M auch ὀγκού μενος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκάομαι: ἀποθ. «γκαρύζω», ἐπὶ τοῦ ὄνου, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἀφροδισίοις» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 81, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
braire.
Étymologie: DELG formation expressive du grec qui fait penser à βοάω, γοάω.
Greek Monotonic
ὀγκάομαι: αποθ., γκαρίζω, λέγεται για γάιδαρο, σε Λουκ. (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
ὀγκάομαι: (об осле) кричать, реветь Arst., Luc.