Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οὔλαφος

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔλαφος Medium diacritics: οὔλαφος Low diacritics: ούλαφος Capitals: ΟΥΛΑΦΟΣ
Transliteration A: oúlaphos Transliteration B: oulaphos Transliteration C: oylafos Beta Code: ou)/lafos

English (LSJ)

νεκρός, Hsch. οὖλε,

   A v. οὔλω.

German (Pape)

[Seite 412] (?), erkl. Hesych. νεκρός.

Greek Monolingual

οὔλαφος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νεκρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + εκφρ. επίθημα -φος (πρβλ. κρότος: κρόταφος). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για σύνθ. με β' συνθετικό τη λ. ἀφή].