οὔλαφος
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
νεκρός, Hsch. οὖλε,
A v. οὔλω.
German (Pape)
[Seite 412] (?), erkl. Hesych. νεκρός.
Greek Monolingual
οὔλαφος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νεκρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + εκφρ. επίθημα -φος (πρβλ. κρότος: κρόταφος). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για σύνθ. με β' συνθετικό τη λ. ἀφή].