νήριον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A oleander, Nerium Oleander, = ῥοδόδενδρον, Dsc.4.81, dub. in CIG3641b20 (Lampsacus).
German (Pape)
[Seite 253] τό, nerium, der Oleanderstrauch, sonst ῥοδοδάφνη, Sp., wie Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
νήριον: τό, ἄλλως ῥοδοδάφνη, Διοσκ. 4. 82, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3641β. 20.