σόκκος

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σόκκος Medium diacritics: σόκκος Low diacritics: σόκκος Capitals: ΣΟΚΚΟΣ
Transliteration A: sókkos Transliteration B: sokkos Transliteration C: sokkos Beta Code: so/kkos

English (LSJ)

ὁ,

   A lasso, Olymp.Hist.p.457 D.

Greek (Liddell-Scott)

σόκκος: ὁ, εἶδος βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «σκάλα»· ― σοκκεύω, -ίζω, κάμνω χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ
είδος βρόχου που χρησίμευε για τη σύλληψη και κατακρήμνιση ιππέων από τον ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].