Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
[Seite 954] ἡ, gen. στριγγός, 1) ein Nachtvogel, nach seiner kreischenden Stimme benannt, strix, Festus. – 2) die Reihe, Zeile, vgl. στίχος u. das lat. strigo.
ἡ, Α
(αμάρτυρος τ. ονομ.) βλ. στριξ.