ποτόν

From LSJ
Revision as of 08:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

German (Pape)

[Seite 690] τό, das, was man trinkt, der Trank; κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, Il. 1, 470 u. öfter; ἄκρητον θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες, Od. 2, 341; Aesch. Pers. 607 Eum. 665; übh. das Naß, Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ ποτῷ, Pers. 479; Soph. u. Eur. oft, ποτὸν κρηναῖον, Quelle, Soph. Phil. 21; vgl. Meineke Theocr. 13, 46; u. in Prosa, σιτία καὶ ποτά, Plat. Prot. 334 a u. öfter, wie Xen., vgl. An. 2, 3, 27. 7, 1, 33 Mem. 2, 1, 33; Folgde.

Spanish

bebida

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτὶ τον, Α
(λακων. τ.) προς τον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πο(τ) τον < ποτί με αποκοπή πριν από το άρθρο τον].

Russian (Dvoretsky)

ποτόν: τό1) питье, напиток (σῖτα καὶ ποτά Her.): τῷ ποτῷ χρησάμενος Her. напившись (вина);
2) влага, вода (Σκαμάνδρου π. Aesch.; π. κρηναῖον Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτόν, τό zie ποτός.