αμέθυστος

From LSJ
Revision as of 10:40, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α ἀμέθυστος, -ον] μεθύω
αυτός που δεν μέθυσε, δεν είναι μεθυσμένος, ξεμέθυστος
νεοελλ.
αυτός που αντιδρά στο πιοτό, που δεν μπορεί να μεθύσει
αρχ.
1. (το θηλ. η το ουδ. ως ουσ.) ἀμέθυστος και το ἀμέθυστον
φάρμακο κατά της μέθης
2. ἀμέθυστος, η
βλ. ἀμέθυστος, ο (Ορυκτ.).———————— (II)
ο (Ορυκτ.)
ημιπολύτιμη ποικιλία του χαλαζία (SiO2) με χρώμα μωβ έως βιολετί, η οποία χρησιμοποιείται ως κόσμημα ή ως διακοσμητικό υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ἀμέθυστος, με χρήση ουσ. Η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. αγγλ. amethyst].