διάνα
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(I)
η
1. εύστοχη βολή
2. εγερτήριο σάλπισμα
3. φρ. «πέτυχες διάνα» — για σωστή πρόβλεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. diana].———————— (II)
η
βλ. διάνος.