κάσσον
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek (Liddell-Scott)
κάσσον: «ἱμάτιον, παχὺ καὶ τραχὺ περιβόλαιον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κάσσον και κάσον, τὸ (AM)
μσν.
το τμήμα της προίκας, το ένα τέταρτο, που μετά τον θάνατο της γυναίκας περιερχόταν στον σύζυγο
αρχ.
χοντρό και τραχύ ένδυμα, ιμάτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κάσσος (Ι) με αλλαγή γένους].———————— (II)
κάσσον, τὸ (Μ)
κράνος, περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis «περικεφαλαία»].