νεολεξία

From LSJ
Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεολεξία Medium diacritics: νεολεξία Low diacritics: νεολεξία Capitals: ΝΕΟΛΕΞΙΑ
Transliteration A: neolexía Transliteration B: neolexia Transliteration C: neoleksia Beta Code: neoleci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A tirocinium, Gloss.

German (Pape)

[Seite 242] ἡ, Zustand des Neuangeworbenen, tirocinium.

Greek (Liddell-Scott)

νεολεξία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ νεόλεκτος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

(I)
η
το να λέει κανείς κάτι καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεόλεκτος (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη].———————— (II)
νεολεξία, ἡ (Α) νεόλεκτος
η κατάσταση του νεολέκτου.