μακρῶς
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
French (Bailly abrégé)
adv.
longuement;
Cp. μακροτέρως ou μακροτέρω, Sp. μακροτάτω.
Étymologie: μακρός.
Russian (Dvoretsky)
μακρῶς: 1) далеко, на большое расстояние (φέρεσθαι Arst.);
2) долго, медленно (ἐκμηρύεσθαι τὰς δυσχωριας Polyb.).