ἠπειρογενής

Revision as of 21:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι)

   A born or living in the mainland, ἔθνος, of the Lydians and Ionians, A.Pers.42.

German (Pape)

[Seite 1173] ές, auf dem Festlande geboren; so heißen die Perser Aesch. Pers. 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειρογενής: -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, ἠπειρώτης, περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. ἤπειρος ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né sur la terre ferme.
Étymologie: ἤπειρος, γίγνομαι.

Greek Monolingual

ἠπειρογενής, -ές (Α)
ο κάτοικος μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε αντίθεση με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + -γενής < γένος (πρβλ. γη-γενής, ομο-γενής)].

Greek Monotonic

ἠπειρογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε ή ζει στην ξηρά, που διαβιεί στην ήπειρο, ο ηπειρώτης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπειρογενής: населяющий материк, т. е. Азию (ἔθνος Aesch.).