μετακλίνομαι

From LSJ
Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek (Liddell-Scott)

μετακλίνομαι: [ῑ], παθ., κλίνομαι πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, πολέμοιο μετεκλινθέντος Ἰλ. Λ. 509· μεταβάλλομαι, κλίνομαι πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., Φίλων 1. 299.

Greek Monotonic

μετακλίνομαι: [ῑ], αόρ. αʹ μετ-εκλίνθην, Παθ., μετακινούμαι προς την άλλη παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μετακλίνομαι: (ῑ) склоняться в другую сторону: πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. при неблагоприятном обороте битвы.