μεταντλέω

Revision as of 00:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A draw from one vessel into another, εἰς ἀγγεῖα Gp.9.19.8: metaph., of Τύχη, AP9.180 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 151] umschöpfen, aus einem Gefäß in ein anderes schöpfen, Pallad. 72 (IX, 180).

Greek (Liddell-Scott)

μεταντλέω: ἀντλῶ καὶ μεταφέρω ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, μεταγγίζω, Ἀνθ. Π. 9. 180.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
transvaser.
Étymologie: μετά, ἀντλέω.

Greek Monotonic

μεταντλέω: μέλ. -ήσω, αντλώ και μεταφέρω το υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μεταντλέω: переливать, перецеживать Anth.