Τυδεύς

From LSJ
Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek (Liddell-Scott)

Τῡδεύς: ὁ, γεν. Τυδέως, Ἐπικ. έος, ἢ ῆος· αἰτ. έα, Ἐπικ. ῆα, ὡσαύτως, ῆ, Ἰλ. Δ. 384· ― εἷς τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἡρώων, πατὴρ τοῦ Διομήδους, Ὅμ. (Κυρίως, ὁ Πλήκτης, ἐκ τῆς √ΤΥΔ, ΤΥΝΔ, πρβλ. Τυνδάρεος, Σανσκρ. tud, tud-âmi (tundo)· Λατ. tund-o, tu-tud-i, tud-es = m lleus· Γοτθ. staut-a (τύπτω), κτλ. ― Πατρωνυμικ. Τυδεΐδης, ὁ, ὁ Διομήδης, ὁ δ’ ὕστερος ὤρνυτο χαλκῷ Τυδεΐδης Ἰλ. Ε. 18, κτλ. ― Θηλ. Τυδηίς, ίδος, Κομανθὼ Τυδηὶς Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφιόδ-) 160.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
Tydée, père de Diomède.
Étymologie: R. Τυδ, frapper ; cf. lat. tundo.

Greek Monotonic

Τῡδεύς: ὁ, γεν. Τυδέως, Επικ. Τυδέος ή Τυδῆος· αιτ. Τυδέα, Επικ. Τυδῆα και Τυδῆ· ο ήρωας Τυδέας, ένας από τους επτά ήρωες της Θήβας, πατέρας του Διομήδους, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

Τῡδεύς: έως, эп. έος ὁ Тидей (сын Энея - Οἰνεύς, - царя Калидона, отец Диомеда, участник похода «семерых против Фив») Hom. etc.