ψυχρολόγος

From LSJ
Revision as of 02:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχρολόγος Medium diacritics: ψυχρολόγος Low diacritics: ψυχρολόγος Capitals: ΨΥΧΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: psychrológos Transliteration B: psychrologos Transliteration C: psychrologos Beta Code: yuxro/logos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A talking nonsense, idiotic, Sch.E.Hec. 356, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1405] kalt, frostig sprechend, frostige, übertriebene Ausdrücke brauchend, großprahlend, lügend, Schol. Eur. Hec. 356.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρολόγος: -ον, ὁ ποιούμενος χρῆσιν ψυχρῶν ἢ ἐξωγκωμένων φράσεων, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 356.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που εκφράζεται με ψυχρά λόγια με ανούσιες εκφράσεις
2. (κατά τον Ησύχ.) «μηδὲν χρήσιμον λέγων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -λόγος].

Greek Monotonic

ψυχρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που χρησιμοποιεί ψυχρές φράσεις.