ψυχρολόγος
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
English (LSJ)
(parox.), ον, talking nonsense, idiotic, Sch.E.Hec. 356, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1405] kalt, frostig sprechend, frostige, übertriebene Ausdrücke brauchend, großprahlend, lügend, Schol. Eur. Hec. 356.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχρολόγος: -ον, ὁ ποιούμενος χρῆσιν ψυχρῶν ἢ ἐξωγκωμένων φράσεων, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 356.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που εκφράζεται με ψυχρά λόγια με ανούσιες εκφράσεις
2. (κατά τον Ησύχ.) «μηδὲν χρήσιμον λέγων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -λόγος].
Greek Monotonic
ψυχρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που χρησιμοποιεί ψυχρές φράσεις.