ἀλινδέω

From LSJ
Revision as of 21:20, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλινδέω Medium diacritics: ἀλινδέω Low diacritics: αλινδέω Capitals: ΑΛΙΝΔΕΩ
Transliteration A: alindéō Transliteration B: alindeō Transliteration C: alindeo Beta Code: a)linde/w

English (LSJ)

later ἀλίνδω [ᾰ], (pres. only in Pass.): aor. ἤλῑσα (ἐξ-) Ar.Nu.32, and pf. ἤλῑκα (ἐξ-) ib.33 (the simple forms only in Hsch., Suid.):—

   A make to roll.    II Pass., mostly in part., rolling in the dust, like a horse, ἀλινδούμενος Plu.2.396e; ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι Nic.Th.156; ἀλινδηθείς ib.204; ἠλινδημένος rolled over, overturned, Din.Fr.10; to be twirled, Call.Iamb.1.113.    2 generally, roam about, ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν' ἀλινδόμενος AP7.736 (Leon.); ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς having grovelled, Plu.Agis3; frequent, περὶ τήν Ἀκαδημίαν ἀ. Alciphr.3.14; of money-lenders, οἱ περὶ τὰς ψήφους -ούμενοι ib.1.26.    3 sens. obsc., μετά τινος Herod.5.30.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλινδέω: ἢ ἀλίνδω [ᾰ], (ὁ ἐνεστ. εὕρηται μόνο ἐν τῷ παθ.): ὁ ἀόρ. ἤλῑσα καὶ πρκμ. ἤλῑκα εὕρηνται μόνο ἐν συνθέτοις μετὰ τῆς προ. ἐξ: (ὁ σχηματισμὸς τῶν χρόνων τούτων μετὰ ῑ ἀκριβῶς ὁμοιάζει πρὸς τὸν τύπον ἐκύλῑσα ἐκ τοῦ κυλινδέωκυλίνδω): - κυλίω. ΙΙ. παθητ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., κυλιόμενος ἐν τῇ κόνει ὡς ὁ ἵππος (πρβλ. ἀλινδήθρα), ἀλινδούμενος, Πλούτ. 2. 396Ε· ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι, Νικ. Θ. 156· ἀλινδηθείς, αὐτόθι 204· ἠλινδημένος, κυλισθείς, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. 2) καθόλου, παριπλανῶμαι, περιφέρομαι, ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν’ ἀλινδόμενος, Ἀνθ. Π. 7.736· οἳ περὶ τὴν Ἀκαδήμειαν ἀλινδοῦνται, Ἀλκίφρ. 3.14· πρβλ. 31· ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς, κεκυλισμένος ἐν... κτλ. Πλουτ. Ἆγις 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire rouler.
Étymologie: DELG cf. εἰλέω.

Greek Monotonic

ἀλινδέω: ή ἀλίνδω[ᾰ], κάνω κάτι να κυληθεί (αλλά Ενεργ. απαντάται μόνο σε συνθ. με το ἐξ)· Παθ., κυλιέμαι στη σκόνη (πρβλ. ἀλινδήθρα)· μεταφ., περιφέρομαι, περιπλανώμαι, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

ἀλίνδω
Grammatical information: v.
Meaning: make to roll; med. roll (in the dust); roam (Ar.).
Other forms: aor. ἤλισα
Derivatives: ἄλινδον δρόμον ἁρμάτων EM, H. - ἀλίνδησις rolling (in the dust, of athletes; Hp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like κυλινδέω, κυλίνδω, which are also close in meaning, but their relation is unknown. One connects the word with εἰλέω, ἴλλω etc., comparing Ϝάλη (cod. ὑάλη) σκώληξ H. DELG assumes the root *uel- (Pok. 1140) which, lengthened with -d-, is seen in OS wealtan, OHG walzan. Taillardat, REA 58, 1956, 191 n. 3, reconstructs *uol-n-ed-mi, with anaptyictic -i-. The i-epenthesis is without parallel, and an old nasal-present is improbable. Rather the suffix -ind- is non-IE. In that case the root could still be IE. But Fur. 130 n. 59 compares καλινδέομαι id. as a variant with k-; there are several variants with k\/zero among substr. words (the change κ\/zero cannot be explained from an IE laryngeal).