βακέλας

From LSJ
Revision as of 17:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

German (Pape)

[Seite 427] ὁ, = folgdm; Alcm. bei Plut. de exil. 2 Alex. Aet. 3 (VII, 709), emend. für μακέλας.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
dor. c. βάκηλος.

Spanish (DGE)


eunuco de rango sacerdotal en Sardes κερνᾶς ἦν τις ἂν ἢ β. χρυσοφόρος Alex.Aet.9.2 (cf. βάκηλος).

Greek Monotonic

βακέλας: ὁ, ευνούχος στην υπηρεσία της Κυβέλης, σε Ανθ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰκέλᾱς: ὁ Anth. = βάκηλος.