ἀλεκτρύαινα

From LSJ
Revision as of 15:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεκτρύαινα Medium diacritics: ἀλεκτρύαινα Low diacritics: αλεκτρύαινα Capitals: ΑΛΕΚΤΡΥΑΙΝΑ
Transliteration A: alektrýaina Transliteration B: alektryaina Transliteration C: alektryaina Beta Code: a)lektru/aina

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἀλεκτρυών, coined by Ar.Nu.666.

German (Pape)

[Seite 92] ἡ, Hähnin, kom. W., nach λέαινα gebildet von Ar. Nub. 656.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτρύαινα: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἀλεκτορίς.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
poule.
Étymologie: ἀλεκτρυών.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
gallinapalabra creada por Aristófanes, Ar.Nu.666.

Greek Monolingual

ἀλεκτρύαινα, η (Α)
θηλ. του ἀλεκτρυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε από τον Αριστοφάνη (Νεφέλες) αναλογικά προς το λέαινα.

Greek Monotonic

ἀλεκτρύαινα: ἡ, όρνιθα, κότα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεκτρύαινα: (ᾰλ) ἡ шутл. (по аналогии с λέαινα и т. п.) курица Arph.