δηλοποιέω

From LSJ
Revision as of 18:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

German (Pape)

[Seite 560] kund machen, Plut. Pericl. 33 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δηλοποιέω: δῆλον ποιῶ, κάμνω φανερόν, σαφές τι, Πλούτ. Περικλ. 33.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire connaître.
Étymologie: δῆλος, ποιέω.

Spanish (DGE)

manifestar, revelar, aclarar τῶν παθῶν τὸ αὐθαίρετον Chrys.M.50.643, cf. Scand.3.6, Procop.Gaz.M.87.1244D, Eust.Op.338.20
c. or. complet. c. ὡς: γράμματα ... ἃ καὶ ἐδηλοποίουν ἡμῖν, ὡς τὴν ἡμετέραν (χώραν) καταλαβέσθαι πολύχουν ἠθέλησας Ps.Callisth.3.26Γ, tb. en v. pas. τί δέ ἐστι ... δηλοποιηθήσεται Alex.Aphr.in SE 21.12, cf. Gr.Nyss.Hom.Par.75a.14
v. med. mismo sent., c. ὅτι: τὸ κρατῆσαι τῆς γλώττης δηλοποιεῖται, ὅτι Ath.Al.M.28.1412C, cf. 1413B.

Greek Monotonic

δηλοποιέω: μέλ. -ήσω, καθιστώ κάτι σαφές, ευκρινές, ξεκαθαρίζω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δηλοποιέω: делать явным, объявлять, излагать (τι Plut.).