ἐπιμιξία

From LSJ
Revision as of 09:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμιξία Medium diacritics: ἐπιμιξία Low diacritics: επιμιξία Capitals: ΕΠΙΜΙΞΙΑ
Transliteration A: epimixía Transliteration B: epimixia Transliteration C: epimiksia Beta Code: e)pimici/a

English (LSJ)

ἐπί-μιξις,

   A v. ἐπι-μειξία, -μειξις.

German (Pape)

[Seite 963] ἡ, die Vermischung, bes. der Verkehr der Menschen unter einander, πρὸς τοὺς Τεγεήτας Her. 1, 68; ἐπιμιξίας οὔσης παρ' ἀλλήλους Thuc. 5, 78; ἡ πόλεων ἐπιμιξία πόλεσιν Plat. Legg. XII, 949 e; ἐπιμιξίᾳ χρωμένων τῶν Αἰγινητῶν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Xen. Hell. 5, 1, 1, die Aegineten standen im Verkehr mit den Ath.; Pol. 16, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμιξία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι μετ’ ἄλλων, συγκοινωνία, σχέσις ἐμπορικὴ ἢ ἄλλη, Λατ. commercium, ἐούσης ἐπιμιξίης πρὸς τοὺς Τεγεήτας Ἡρόδ. 1. 68· ἐπιμιξίᾳ χρῆσθαι πρός… Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 1· ἐπιμιξίας οὔσης παρ’ ἀλλήλους Θουκ. 5. 78· ἐπιμιξίαι ἦσαν τοῖς Ἀθηναίοις καὶ Πελοποννησίοις αὐτόθι 35· ἡ πόλεων ἐπ. πόλεσιν Πλάτ. Νόμ. 949Ε· κατ’ ἐπιμιξίαν τοῖς ἄλλοις, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἰδίᾳ, Διογ. Λ. 10. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mélange, relations, commerce réciproque.
Étymologie: ἐπιμίγνυμι.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιμιξία και ἐπιμειξία
Α και ἐπιμιξίη) επίμικτος
η διασταύρωση δύο ομάδων, φυλών ή λαών με επιγαμία
νεοελλ.
τεχνική αναπαραγωγή ζώων με την ένωση δύο αναπαραγωγέων που δεν ανήκουν σε γνήσιες γενιές
αρχ.-μσν.
1. επικοινωνία, συνάφεια, σχέση ανθρώπων («ἐπιμιξίαι μὲν ἦσαν τοῑς Ἀθηναῑοις καὶ Πελοποννησίοις», Θουκ.)
2. σαρκική επαφή
αρχ.
(για στοιχεία) συνδυασμός, ένωση.

Greek Monotonic

ἐπιμιξία: Ιων. -ίη, ἡ (ἐπιμίγνυμι), ανάμειξη με άλλους, συναλλαγή, εμπορικές σχέσεις, Λατ. commercium, πρός τινας, σε Ηρόδ., Ξεν.· παρ' ἀλλήλους, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμιξία: ἡ досл. смешение, перемешивание, перен. сношение, общение, связь (τοῖς Ἀθηναίοις καὶ Πελοποννησίοις Thuc.; πρός τινας Her., Plut.): ἐπιμιξίας οὔσης παρ᾽ ἀλλήλους Thuc. так как они находились во взаимной связи; ἡ πόλεων ἐ. πόλεσιν Plat. сношения между государствами.