ἐπιθαυμάζω
English (LSJ)
A pay honour to, ἐ. τι τὸν διδάσκαλον by giving him a fee, Ar.Nu.1147; ἐπιθαυμάσας τὸ παράλογον in wonder at . ., Plu.Marc.30: abs., Arr.Epict.1.26.12.
German (Pape)
[Seite 942] bewundern, Plut. Marc. 30; durch Geschenke ehren, τινά, Ar. Nubb. 1147.
French (Bailly abrégé)
admirer.
Étymologie: ἐπί, θαυμάζω.
Greek Monolingual
ἐπιθαυμάζω (AM)
αρχ.-μσν.
θαυμάζω και απορώ, μένω κατάπληκτος
αρχ.
δείχνω σε κάποιον τον θαυμασμό μου.
Greek Monotonic
ἐπιθαυμάζω: μέλ. -σω, αποδίδω τιμή σε, τινά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθαυμάζω: 1) удивляться, поражаться (τὸ παράλογον τελευτῆς Plut.);
2) оплачивать, вознаграждать (τὸν διδάσκαλον Arph.).