θαλασσοκράτωρ

From LSJ
Revision as of 21:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσοκράτωρ Medium diacritics: θαλασσοκράτωρ Low diacritics: θαλασσοκράτωρ Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΚΡΑΤΩΡ
Transliteration A: thalassokrátōr Transliteration B: thalassokratōr Transliteration C: thalassokrator Beta Code: qalassokra/twr

English (LSJ)

[κρᾰ], ορος, ὁ, ἡ,

   A master of the sea, Hdt.5.83, Th.8.63, X.HG1.6.2.

German (Pape)

[Seite 1183] ορος, ὁ, Meerbeherrscher, die Oberherrschaft zur See habend; Her. 5, 83; Thuc. 8, 63; vgl. Xen. Hell. 1, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσοκράτωρ: ορος. ὁ, ἡ, κύριος τῆς θαλάσσης, Ἡρόδ. 5. 83, Θουκ. 8. 63, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui domine sur mer.
Étymologie: θάλασσα, κρατέω.

Spanish

señor del mar

Greek Monotonic

θᾰλασσοκράτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (κρατέω), ο κύριος της θάλασσας, ο αφέντης, ο εξουσιαστής της, σε Ηρόδ., Θουκ. Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσοκράτωρ: атт. θᾰλαττο-κράτωρ, ορος (ρᾰ) ὁ имеющий господство на море Her., Thuc., Xen.