ποριστικός

From LSJ
Revision as of 08:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποριστικός Medium diacritics: ποριστικός Low diacritics: ποριστικός Capitals: ΠΟΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: poristikós Transliteration B: poristikos Transliteration C: poristikos Beta Code: poristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to supply or procure, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις X.Mem.3.1.6; ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Arist.Rh.1366a37, cf. Pl.Grg.517d; π. βίβλος treatise on supply, Aen.Tact.14.2; π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων Stoic.3.67; π.καὶ φυλακτικός Phld.Oec.p.67J.

German (Pape)

[Seite 684] zum Verschaffen, Erwerben geschickt, verschaffend, τινός, Plat. Gorg. 517 d; τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις, Xen. Mem. 3, 1, 6; Arist. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ποριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πορισμόν, ὁ ἱκανὸς νὰ πορίσῃ ἢ παράσχῃ, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6· ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 517D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a le talent de procurer, qui procure ou fournit, gén..
Étymologie: πορίζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποριστικός, -ή, -όν, ΝΑ πορίζω
1. αυτός που μπορεί να παράσχει κάτιἀρετή ἐστι δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν», Αριστοτ.)
2. αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων.

Greek Monotonic

ποριστικός: -ή, -όν (πορίζω), ικανός να προσφέρει, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ποριστικός: могущий доставить, умеющий обеспечить (ὁ στρατηγὸς π. τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Xen.): δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν Arst. сила, дающая блага, т. е. источник благ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποριστικός -ή -όν [πορίζω] in staat om te verschaffen.