πορευτέος
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
α, ον,
A to be traversed, ὁδός S.Ph.993; ὄρη X.An.2.5.18. II neut. πορευτέον, one must go, S.Aj.690, E.Heracl.730, Pl.R.452c.
Greek (Liddell-Scott)
πορευτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ πορεύεσθαι, ὁδὸς Σοφ. Φιλ. 993· ὄρη Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18. ΙΙ. οὐδ. πορευτέον, δεῖ πορεύεσθαι, Σοφ. Αἴ. 693, Εὐρ. Ἡρακλ. 730, Πλάτ. Πολ. 452C.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de πορεύω.
Greek Monotonic
πορευτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, σε Σοφ., Ξεν.
II. πορευτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να διαβεί, σε Σοφ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορευτέος -α -ον, adj. verb. van πορεύω, die begaan moet worden:; ἡ δ ’ ὁδὸς πορευτέα de reis moet ondernomen worden Soph. Ph. 993; n. πορευτέον er moet gegaan worden.