Πυθῶθεν
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
Adv., (Πυθώ)
A from Pytho, Pi.I.1.65, St.Byz.
French (Bailly abrégé)
adv.
de Pythô.
Étymologie: Πυθώ, -θεν.
Greek Monolingual
και Πυθόθεν Α
επίρρ. από την Πυθώ ή από τους Δελφούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Ἀθήνα-θεν)].
Greek Monotonic
Πῡθῶθεν: επίρρ. (Πυθώ), από την Πυθώ, από τους Δελφούς, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
Πῡθῶθεν: adv. из Пифо или из Дельф Pind.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Πυθῶθεν [Πυθώ] adv., vanuit Pytho.