προσφωνήεις

From LSJ
Revision as of 03:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφωνήεις Medium diacritics: προσφωνήεις Low diacritics: προσφωνήεις Capitals: ΠΡΟΣΦΩΝΗΕΙΣ
Transliteration A: prosphōnḗeis Transliteration B: prosphōnēeis Transliteration C: prosfonieis Beta Code: prosfwnh/eis

English (LSJ)

Ep. ποτιφωνήεις, εσσα, εν,

   A addressing, capable of addressing, Od.9.456.

German (Pape)

[Seite 787] εσσα, εν, anredend, anzureden fähig, εἰ ποτιφωνήεις γένοιο, Od. 9, 456.

Greek (Liddell-Scott)

προσφωνήεις: εσσα, εν, προσφωνῶν, δυνάμενος νὰ προσφωνήσῃ, Ὀδ. Ι. 456, ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ ποτιφωνήεις.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
ο ικανός να προσφωνήσει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φωνήεις (< φωνή)].

Greek Monotonic

προσφωνήεις: -εσσα, -εν, αυτός που προσφωνεί, ικανός να προσφωνήσει, σε Ομήρ. Οδ., στον Δωρ. τύπο ποτι-φωνήεις.

Russian (Dvoretsky)

προσφωνήεις: дор. ποτιφωνήεις, ήεσσα, ῆεν способный говорить, владеющий даром речи Hom.