συναναζεύγνυμι

From LSJ
Revision as of 13:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναζεύγνῡμι Medium diacritics: συναναζεύγνυμι Low diacritics: συναναζεύγνυμι Capitals: ΣΥΝΑΝΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: synanazeúgnymi Transliteration B: synanazeugnymi Transliteration C: synanazeygnymi Beta Code: sunanazeu/gnumi

English (LSJ)

   A set out along with, Plu.Eum. 3.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ζεύγνυμι), mit od. zugleich aufbrechen, Plut. Eum. 3.

Greek (Liddell-Scott)

συναναζεύγνῡμι: ἀναζεύγνυμι, ἐκκινῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλουτ. Εὐμέν. 3. ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

lever le camp en même temps.
Étymologie: σύν, ἀναζεύγνυμι.

Greek Monolingual

Α
ξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»].

Greek Monotonic

συναναζεύγνῡμι: μέλ. -ζεύξω, ξεκινώ μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συναναζεύγνῡμι: одновременно двинуться в поход Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αναζεύγνῡμι tegelijk (met...) op weg gaan, samen (met...) opbreken.