λαθρηδόν

From LSJ
Revision as of 23:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

German (Pape)

[Seite 6] dasselbe; Anyte 11 (VII, 202); vgl. B. A. 611, 9.

Greek Monolingual

λαθρηδόν (Α)
επίρρ. λάθρα, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. αγελη-δόν, κεφαλη-δόν)].

Greek Monotonic

λαθρηδόν: επίρρ., = το προηγ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λαθρηδόν: adv. Anth. = λάθρᾳ I.