λεοντέη

From LSJ
Revision as of 23:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντέη Medium diacritics: λεοντέη Low diacritics: λεοντέη Capitals: ΛΕΟΝΤΕΗ
Transliteration A: leontéē Transliteration B: leonteē Transliteration C: leontei Beta Code: leonte/h

English (LSJ)

(fem. of λεόντεος), contr. λεοντ-ῆ (sc. δορά), ἡ,

   A lion's skin, Hdt.7.69, Ar.Ra.46, al., Pl.Cra.411a, Anaxandr.65: poet. λειοντῆ, APl.4.185:—also λεοντεία, Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 28] zsgzgn λεοντῆ, ἡ, sc. δορά, die Löwenhaut; Ar. Ran. 46; Her. 7, 69; Plat. Crat. 411 a.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντέη: συνῃρ. -ῆ (ἐξυπακουομ. τοῦ δορά), ἡ, δέρμα λέοντος, θηλ. τοῦ λεόντεος, Ἡρόδ. 7. 69, Ἀριστοφ. Βάτρ. 46, κ. ἀλλ., Πλάτ. Κρατ. 411Α· ποιητ. λειοντῆ, Ἀνθ. Πλαν. 185· ὡσαύτως λεοντεία, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

-ῆ, έης-ῆς (ἡ) :
s.e. δορά;
peau de lion.
Étymologie: λέων.

Greek Monolingual

λεοντέη, ἡ (Α)
βλ. λεοντή.

Greek Monotonic

λεοντέη: συνηρ. λεοντῆ, ποιητ. λειοντῆ (ενν. δορά), ἡ, δέρμα λιονταριού, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λεοντέη: стяж. λεοντῆ ἡ (sc. δορά) львиная шкура Her., Arph. etc.