νηπιόφρων

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐόφρων Medium diacritics: νηπιόφρων Low diacritics: νηπιόφρων Capitals: ΝΗΠΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: nēpióphrōn Transliteration B: nēpiophrōn Transliteration C: nipiofron Beta Code: nhpio/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A of childish mind, silly, Str.1.2.8.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας νηπιώδεις, νήπια φρονῶν, ἀνόητος, Στράβ. 20.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
d’esprit enfantin, simple, naïf.
Étymologie: νήπιος, φρήν.

Greek Monolingual

νηπιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μυαλό νηπίου, που σκέπτεται σαν νήπιο, ανόητος, μωρός.
επίρρ...
νηπιοφρόνως (Α)
με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μικρό-φρων, μωρό-φρων].

Greek Monotonic

νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μυαλό νηπίου, ανόητος, σε Στράβ.