ὀρέγνυμι
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
A = ὀρέγω, only in part., χεῖρας ὀρεγνύς Il.1.351, 22.37 ; χεῖρας ὀρεγνύμενος AP7.506.6 (Leon.), cf. Mosch.2.112.
German (Pape)
[Seite 371] = ὀρέγω, nur χεῖρας ὀρεγνύς, Il. 1, 351. 22, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρέγνυμι: ὀρέγω, ἐκτείνω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., χεῖρας ὀρεγνὺς Ἰλ. Α. 351, Χ. 37· χεῖρας ὀρεγνύμενος Ἀνθ. Π. 7. 506, πρβλ. Μόσχ. 2. 112.
French (Bailly abrégé)
prés. part. ὀρεγνύς;
tendre, étendre, acc..
Étymologie: ὀρέγω.
Greek Monolingual
ὀρέγνυμι (Α)
(μόνο στις μτχ. ὀρεγνύς και ὀρεγνύμενος) ορέγω, απλώνω τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεγ- του ὀρέγω, κατά τα ρ. σε -νυμι (πρβλ. όρ-νυμι)].
Greek Monotonic
ὀρέγνυμι: = ὀρέγω, μόνο στην μτχ. χεῖρας ὀρεγνύς, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., χεῖρας ὀρεγνύμενος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρέγνῡμι: (= ὀρέγω) (только part.) протягивать, простирать: χεῖρας ὀρεγνύς Hom. или ὀρεγνύμενος Anth. простирая руки.