πεντετριάζομαι
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
Pass.,
A to be conquered five times, AP11.84 (Lucill.).
Greek (Liddell-Scott)
πεντετριάζομαι: ἀποθ., νικῶ πεντάκις κατὰ σειράν, νικῶ ἐν ἀγῶνι πεντάθλου, Ἀνθ. Π. 11. 84.
Greek Monolingual
Α
παθ. νικώμαι πέντε φορές σε ένα αγώνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + τριάζω «νικώ»].