περιφύομαι

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source

Greek Monotonic

περιφύομαι: Παθ., με Μέσ. μέλ. -φύσομαι [ῡ]· Ενεργ. παρακ. περιπέφῡκα, Επικ. -πέφῠα· Ενεργ. αόρ. βʹ περιέφῡν, απαρ. περιφῦναι, μτχ. -φύς [ῡ], σε μεταγεν. συγγραφείς, επίσης με Παθ. απαρ. και μτχ. περιφῠῆναι και -φῠείς·
1. αναπτύσσομαι ολόγυρα, περιφύομαι, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, εναγκαλίζομαι, προσκολλώμαι σε, με δοτ. ή απόλ., στο ίδ.· ομοίως λέγεται για υποδήματα, περιέφυσαν Περσικαί τινι, σε Αριστοφ.